τρίκλινο — τρίκλινο, το και τρίκλινος, ο και τρικλίνιο, το 1. τραπέζι φαγητού με τρία κρεβάτια γύρω (στα ρωμαϊκά συμπόσια). 2. η αίθουσα των ρωμαϊκών συμποσίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τρίκλινο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Βάλτου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, το Αμπέλι (υψόμ. 660 μ.) … Dictionary of Greek
Triklino — Τρίκλινο … Deutsch Wikipedia
παλάτι — Το ανάκτορο του αυτοκράτορα Αυγούστου που βρισκόταν στον Παλατίνο λόφο. Η αρχική αυτή ερμηνεία του όρου διευρύνθηκε αργότερα και σήμαινε ανάκτορο, μέγαρο. Στα νεότερα χρόνια, με τον όρο παλάτι προσδιορίζεται το βασιλικό ανάκτορο. Τα αρχαιότερα… … Dictionary of Greek
Triklino — (Greek, Modern: Τρίκλινο, Katharevousa : Τρίκλινον, older name Priantza), is a small mountainous village (altitude 600 m.) of Greece. It is located in the northwest part of Greece and belongs to the Aetolia Acarnania prefecture.The artificial… … Wikipedia
ζαφειροτρίκλινον — ζαφειροτρίκλινον, τὸ (Μ) τρίκλινο κοσμημένο με ζαφείρια … Dictionary of Greek
ομόλεκτος — ὁμόλεκτος, ον (Α) αυτός που κάθεται στο ίδιο ανάκλιντρο δίπλα σε τρίκλινο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού ὁμόλεκτρος*] … Dictionary of Greek
τρίκλινος — η, ο / τρίκλινος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις κλίνες (α. «δεν υπήρχαν τρίκλινα δωμάτια στο ξενοδοχείο» β. «θαλάμους δὲ τρεῑς εἶχε τρικλίνους», Αθην.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκλινο(ν) (στους Ρωμαίους) α) το τρικλίνιο β) το τραπέζι φαγητού… … Dictionary of Greek
τρικλινιάρχης — ὁ, Α 1. δούλος που επιστατούσε σε τρίκλινο 2. τίτλος αυτοκρατορικού αξιώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικλίνιον «αίθουσα δείπνου, συμπόσιο» + άρχης*] … Dictionary of Greek
τρικλινικός — ή, όν, Α [τρίκλινος] ο σχετικός με το τρίκλινο, την αίθουσα συμποσίων … Dictionary of Greek